- κατευναστικός
- κατευναστικόςlulling to sleepmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατευναστικός — ή, ό (AM κατευναστικός, ή, όν) [κατευνάζω] ο ικανός και κατάλληλος στο να κατευνάζει, να καθησυχάζει, καταπραϋντικός, κατασταλτικός («λόγια κατευναστικά») αρχ. (για λόγο ή ποίημα) επιθαλάμιος*. επίρρ... κατευναστικώς και ά καθησυχαστικά,… … Dictionary of Greek
κατευναστικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που καταπραΰνει: Παίρνει κατευναστικά φάρμακα για τα νεύρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατευναστικά — κατευναστικός lulling to sleep neut nom/voc/acc pl κατευναστικά̱ , κατευναστικός lulling to sleep fem nom/voc/acc dual κατευναστικά̱ , κατευναστικός lulling to sleep fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευναστικόν — κατευναστικός lulling to sleep masc acc sg κατευναστικός lulling to sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
αναφροδισιακός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την αναφροδισία 2. ο κατευναστικός της ερωτικής ορμής (αναφροδισιακά) … Dictionary of Greek
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
καθησυχαστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην καθησύχαση, κατευναστικός («καθησυχαστικά νέα»). επίρρ... καθησυχαστικώς και ά με καθησυχαστικό τρόπο, κατευναστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθησύχαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
καταπραϋντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καταπραΰνει, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός, κατευναστικός 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμάκου που ηρεμεί τον πόνο και την εγερσιμότητα τού νευρικού συστήματος, δεν δρα όμως αναισθητικά. επίρρ...… … Dictionary of Greek
κατασταλτικός — ή, ό (AM κατασταλτικός, ή, όν) [καταστέλλω] αυτός που έχει τη δύναμη, την ικανότητα ή την εξουσία να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά μέτρα» β. «κατασταλτική πολιτική» γ. «κατασταλτικός νόμος») νεοελλ. κατευναστικός, καταπραϋντικός αρχ. ήσυχος,… … Dictionary of Greek